διμοιρία

διμοιρία
η (AM διμοιρία)
νεοελλ.
στρατιωτικό τμήμα που αποτελείται από δύο μοίρες, το τέταρτο τού λόχου
αρχ.-μσν.
τα δύο τρίτα τού όλου
αρχ.
1. διπλή μερίδα
2. διπλός στρατιωτικός μισθός
3. ημιλοχία που αποτελείται από δύο ενωμοτίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διμοιρία — διμοιρίᾱ , διμοιρία double share fem nom/voc/acc dual διμοιρίᾱ , διμοιρία double share fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμοιρίᾳ — διμοιρίαι , διμοιρία double share fem nom/voc pl διμοιρίᾱͅ , διμοιρία double share fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμοιρία — η στρατιωτικό τμήμα, υποδιαίρεση του λόχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διμοιρίας — διμοιρίᾱς , διμοιρία double share fem acc pl διμοιρίᾱς , διμοιρία double share fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμοιρίαν — διμοιρίᾱν , διμοιρία double share fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμοιρίαις — διμοιρία double share fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμοιρίτης — ο (AM διμοιρίτης) [διμοιρία] αρχηγός διμοιρίας νεοελλ. στρατιώτης που ανήκει σε διμοιρία μσν. διμορῑται ονομασία τών οπαδών τού αιρετικού Απολλιναρίου Λαοδικείας αρχ. αυτός που παίρνει διπλό μισθό …   Dictionary of Greek

  • DIMOERITAE — a voce Graeca Διμοιρία, i. e. divisio, cognominati sunt Apollinaristae Haeretici, quod, cum prius cum Arianis asseruissent, Verbum Divinum in Incarnatione Animam non accepisse, postea ex textu Evangelii convicti, faterentur quidem suscepisse… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”